- πληθυσμογραφία
- η, Ν φυσιολ.η καταγραφή τών διακυμάνσεων τού ὁγκου ενός τμήματος τού σώματος, οι οποίες προκαλούνται από τις μεταβολές τής αιματώσεώς τους με τη βοήθεια ειδικού οργάνου, τού πληθυσμογράφου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plethysmography < πληθυσμός + -γραφία (<-γράφος*)].
Dictionary of Greek. 2013.